- ἀβέλτερος
- ἀβέλτεροςsillymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβέλτερος — ἀβέλτερος, ον και α, ον (Α) ο διανοητικά νωθρός, ανόητος, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + βέλτερος, ποιητ. τύπος τού βελτίων] … Dictionary of Greek
ἀβελτέρων — ἀβέλτερος silly fem gen pl ἀβέλτερος silly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτέρως — ἀβέλτερος silly adverbial ἀβέλτερος silly masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβέλτερον — ἀβέλτερος silly masc acc sg ἀβέλτερος silly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερώτατοι — ἀβέλτερος silly masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερώτατος — ἀβέλτερος silly masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερώτεροι — ἀβέλτερος silly masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερώτερος — ἀβέλτερος silly masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτέροις — ἀβέλτερος silly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτέρους — ἀβέλτερος silly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)